- βιαστής
- βιαστήςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιαστής — ο (AM βιαστής) νεοελλ. αυτός που διαπράττει το αδίκημα του βιασμού αρχ. μσν. όποιος χρησιμοποιεί βία μσν. επόπτης, επιστάτης αρχ. ισχυρός, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βιάζομαι «καταβάλλω κάποιον με τη δύναμή μου, χρησιμοποιώ βία»] … Dictionary of Greek
βιαστής — ο θηλ. βιάστρια αυτός που χρησιμοποιεί βία για να ασελγήσει: Ο βιαστής του μικρού κοριτσιού συνελήφθη έπειτα από εξονυχιστική έρευνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιασταῖς — βιαστής masc dat pl βιαστός violent fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιασταί — βιαστής masc nom/voc pl βιαστός violent fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστοῦ — βιαστής masc gen sg βιαστός violent masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστήν — βιαστής masc acc sg (attic epic ionic) βιαστός violent fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστῶν — βιαστής masc gen pl βιαστός violent fem gen pl βιαστός violent masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστάς — βιαστά̱ς , βιαστής masc acc pl βιαστά̱ς , βιαστής masc nom sg (epic doric aeolic) βιαστά̱ς , βιαστός violent fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲՈՒՌՆ — (բռին կամ բռան, ամբ. բռունք, ռանց, ռամբք.) NBH 1 512 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. δράξ pugillus, brancata Ափ ձեռին ամփոփեալ. ձեռն բռնօղ կամ ըմբռնօղ զիմն. բուռ. ավուճ. ... *Որչափ բռամբ մի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)